-
1 άτομο
[атомо] ουσ. о. личность, индивид.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άτομο
-
2 άτομο
[атомо] ουσ. о. личностьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > άτομο
-
3 душа
-и, αιτ. душу, πλθ. души θ.1. ψυχή•в глубине -и στα μύχια της ψυχής•
-ой и телом ψυχή τε και σώματι•
от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•
благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•
любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•
-и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•
человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.
2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•
ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•
сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•
на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.
3. δουλοπάροικος•он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.
4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.εκφρ.бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•без -и – παλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•душа всеми фибрами -и – ολόψυχα•по - – του γούστου, της αρέσκειας•по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•ни -ой ни телом – καθόλου•это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•взять ή принять – κ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου. -
4 подушный
επ. παλ.1. ατομικός (κατ άτομο εισπραττόμενος)•подушный налог φόρος κατ άτομο.
2. ουσ. ουδ. -ое (απλ.) φόρος κατ άτομο. -
5 атом
-
6 душа
душа ж η ψυχή от всей \душай, всей \душаой ολόψυχα, με όλη μου την καρδιά в -е μέσα μου ◇ на душу населе ния κατ' άτομο* * *жη ψυχήот всей душа́и́, всей душа́о́й — ολόψυχα, με όλη μου την καρδιά
в душа́е́ — μέσα μου
••на ду́шу населе́ния — κατ' άτομο
-
7 лицо
лицо с 1) το πρόσωπο, η φυσιογνωμία 2) {человек) το άτομο, το πρόσωπο* на два \лицоа για δυο άτομα ◇ действующие лица τα πρόσωπα* * *с1) το πρόσωπο, η φυσιογνωμία2) ( человек) το άτομο, το πρόσωποна́ два лица́ — για δυο άτομα
••де́йствующие ли́ца — τα πρόσωπα
-
8 душа
душ||а́ж1. ἡ ψυχή:добрейшая \душа ἀγαθώτατος ἄνθρωπος· редкой \душаи́ человек χρυσός ἄνθρωπος·2. (единица населения) τό ἄτομο[ν], ὁ κάτοικος / ὁ κολήγος, ὁ δουλοπάροικος, ἡ ψυχή (крепостной крестьянин):в нашей семье было пять душ ἡ οίκογένειά μας ἀποτελούνταν ἀπό πέντε ἀτομα (или ψυχές)· на душу населения κατ· ἄτομο· ◊ в глубине́ \душай ἐνδομύχως, στό βάθος τῆς καρδίας μου, στό βάθος τής ψυχής μου· вкладывать душу в дело δουλεύω μέ ὅλην μου τήν καρδιά· всеми силами своей \душай, всей \душао́й μέ ὅλην μου τήν καρδιά, μέ ὅλην μου τήν ψυχή, ὀλοψύχως· от всей \душай μέ ὅλην μου τήν καρδιά· \душао́й и телом ψυχή τε καί σώματι, ὁλόψυχα· петь с \душао́й τραγουδώ μέ αίσθημα· до глубины́ \душай ὡς τό βάθος τής καρδίας· говорить по \душаам μιλώ μέ ἀνοιχτή κάρδιἀ· \душа не лежит к кому-л., к чему́-л. δέν μπορώ νά συμπαθήσω κάποιον, δέν μέ τραβάει κάτι· это мне не по \душае αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει· \душа общества ἡ ψυχή τής παρέας· он был \душао́й этого дела ήταν ἡ ψυχή αὐτής τής δουλειάς· в \душае (про себя) νοερῶς, ἐνδομύχως, μέσα μου· стоять иад \душао́й στέκομαι πάνω ἀπό τό κεφάλι, ἐνοχλώ· у меня \душа в пятки ушла разг πῆγε ἡ ψυχή μου στήν κούλουρη· отвести́ ду́-шу ξαλαφρώνω, ξεσκάζω· излить ду́шу кому́-л. ἀνοίγω τήν καρδιά μου σέ κάποιον иметь что́-л. на \душае́ ἔχω βάρος στήν καρδιά· у него \душа нараспашку ἐϊναι ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· с открытой \душао́й μέ ἀνοιχτή καρδιά, ἀνοιχτόκαρδά нет ни живой \душай δέν ὑπάρχει ψυχή· не иметь ни гроша за \душао́й δέν ἔχω δεκάρα, εἶμαι ἀπένταρος· кривить \душао́й ὑποκρίνομαι· вымотать всю ду́шу βγάζω τήν ψυχή· \душай не чаять в ко́м-л. разг ἀγαπώ πάρα πολύ, λατρεύω κάποιον сколько \душае угодно δσο τραβάει ἡ ψυχή σου· \душа болит καίγεται ἡ καρδιά μου· брать грех на душу παίρνω τό κρίμα ото λαιμό μου, παίρνω τήν ἀμαρτία· жить \душа в ду́шу ζώ ἀγαπημένα μέ κάποιον как бог на душу положит στά κουτουροῦ, τσάτρα πάτρα· отдать богу ду́шу παραδίδω τό πνεῦμα· чернильная \душа презр. ὁ γραφιάς, ὁ καλαμαράς, ὁ γραφειοκράτης· \душа моя! (в обращении) уст. ἀγαπητέ μου! -
9 душевой
-
10 едок
-а α.στόμα, άτομο, μέλος• φαγάς•едок выдают по два килограмма на -а χορηγούν από δυο κιλά το άτομο•
семья на семь -ов εφτάμελής οικογένεια•
-ов много, а работников только дво6 οι φαγάδες είναι πολλοί, αλλά οι δουλευτάδες μόνο δυο.
-
11 расщепить
-шло, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расщипленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. βλ. расщепать.2. σχίζω, βγάζω κατά ίνες.3. (χημ.) διαλύω. || διασπώ•расщепить атом διασπώ το άτομο.
1. σχίζομαι.2. (χημ.)• διαλύομαι.3. διασπώμαι (για άτομο ύλης). -
12 человек
-а α., πλθ. люди κ. παλ. чело-веки α. στις πλάγιες πτώσεις πλθ. человек, человекам, человеками, о человеках.1. άνθρωπος• πρόσωπο• άτομο• προσωπικότητα•добрый человек καλός (αγαθός) άνθρωπος•
злой человек κακός άνθρωπος•
человек военный ο στρατιωτικός•
молодой человек ο νεολαίος•
умный человек έξυπνος άνθρωπος•
высокий (рослый) человек ψηλός άνθρωπος•
знатный человек επιφανής προσωπικότητα•
на этом бале было более ста человек σ αυτόν το χορό ήταν πάνω από εκατό άτομα•
заплатить по три рубля с -а πληρώνω από τρία ρούβλια το άτομο•
в семье человек семь человек η οικογένεια έχει εφτά μέλη (άτομα).
2. παλ. υπηρέτης, υπάλληλος•он нанял себе -а αυτός προσέλαβε υπηρέτη.
-
13 атом
το άτομοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > атом
-
14 индивид
το άτομο, το πρόσωπο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индивид
-
15 лицо
1. (человек, личность) το πρόσωπο, το άτομο---которому предоставлено право - στον οποίο έχει δοθεί/παραχωρήθηκε το δικαίωμα2. (человека) το πρόσωπο 3. грам. το πρόσωπο 4 текст. η καλή πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лицо
-
16 расщеплять
1. (делить на части по длине чего-л.) σχίζω (κατά μήκος) 2. (дробить на части) διασπώ 3. хим. διαλύω 4. физ. διασπώ- - атом - το άτομο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расщеплять
-
17 субъект
1. (филос, лог.) το υποκείμενο 2. (юр., мед.) το άτομο 3. грам. см подлежащее.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > субъект
-
18 атом
атомм τό ἄτομο[ν]:расщепление \атома ἡ διάσπαση [-ις] τοῦ ἀτομου. -
19 брат
братм ὁ ἀδερφός, ὁ ἀδελφός:двоюродный \брат ὁ πρώτος ἐξάδερφος; сводный \брат ὁ ἐτεροθαλής ἀδελφός; молочный \брат ὁ ὁμογάλακτος ἀδερφός; ◊ на \брата разг (на каждого) στον καθένα, κατ' ἀτομο. -
20 индивид
индивидм τό ἄτομο[ν], τό πρόσωπο[ν], ὁ ἄνθρωπος.
См. также в других словарях:
Άτομο — Атом гелия Атом (др. греч. ἄτομος неделимый) наименьшая часть химического элемента, являющаяся носителем его свойств. Атом состоит из атомного ядра и окружающего его электронного облака. Ядро атома состоит из положительно заряженных протонов и… … Википедия
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
άτομο — το (ουδ. του επιθ. άτομος ως ουσ.) 1. το ελάχιστο εκείνο τμήμα της ύλης το οποίο, όπως πίστευαν, δεν μπορούσε να διαιρεθεί περισσότερο (απ αυτό και το όνομά του). 2. κάθε ζώο ή φυτό σε σχέση με το είδος του: Ο σκύλος μου ή ο σκύλος Α κτλ. 3. κάθε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξωτικό άτομο — Ασταθές άτομο, στο οποίο ένα ηλεκτρόνιο έχει αντικατασταθεί τεχνητά από ένα άλλο, αρνητικά φορτισμένο σωμάτιο, όπως το μιόνιο, το πιόνιο ή το καόνιο. Το σωμάτιο, ύστερα από τη σύλληψή του, μεταπίπτει από τη μία κβαντισμένη τροχιά σε άλλη, πιο… … Dictionary of Greek
υπεράνθρωπος — Άτομο που στέκει πάνω από την ανθρώπινη δύναμη. Με άλλα λόγια, το ξεχωριστό, το δυναμικό άτομο, το πολύ πέρα από τα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα. Ο όρος έγινε γνωστός κυρίως από τη σχετική θεωρία του Φρ. Νίτσε, που ιδανικό του ήταν ο… … Dictionary of Greek
δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
δότης — Αυτός που δίνει κάτι, ο ευεργέτης, ο χορηγητής. (Βιολ.) Ζώο ή φυτό που δίνει το μόσχευμα σε περίπτωση μεταμόσχευσης ή το εμβόλιο σε περίπτωση εμβολιασμού. (Ιατρ.) To άτομο που δίνει ένα όργανο του σώματός του για μεταμόσχευση ή το αίμα του για… … Dictionary of Greek